συλητής

συλητής
συλητής
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συλητής — ο, ΝΑ, θηλ. συλήτρια Α [συλῶ] άρπαγας, κλέφτης νεοελλ. κλέφτης ιερών αντικειμένων …   Dictionary of Greek

  • συλητής — ο αυτός που λεηλατεί ιερούς τόπους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συλωτής — ὁ, ΜΑ συλητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. συλητής] …   Dictionary of Greek

  • συλευτής — ὁ, Μ [συλεύω] συλητής …   Dictionary of Greek

  • χρυσοσύλης — ὁ, Μ συλητής χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + σύλης (< συλῶ «σκυλεύω, λεηλατώ»), πρβλ. θεο σύλης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”